αλιπορος

αλιπορος
    ἁλιπόρος
    ἁλι-πόρος
    2
    идущий через море
    

(διασφάξ Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλιπορος" в других словарях:

  • αλιπόρος — ἁλιπόρος, ον (Α) αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιπόρου — ἁλιπόρος through which the sea flows masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπόρους — ἁλιπόρος through which the sea flows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»